εριθευτός

εριθευτός
ἐριθευτός, -ή, -όν και κρητ. τ. ἐριθεοτός, -ή, -όν (Α) [εριθεύομαι]
επιγρ. αυτός που δεκάζεται, που δωροδοκείται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εριθευτικός — ἐριθευτικός, ή, όν (Μ) [εριθευτός] εριστικός («βλάσφημος καὶ ἐριθευτικὸς καὶ φιλόνεικος», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”